σχῆμ'

σχῆμ'
σχῆμι , σχάω
slit open so as to let something escape
pres ind act 1st sg
σχῆμαι , σχάω
slit open so as to let something escape
pres ind mp 1st sg
σχῆμα , σχῆμα
form
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …   Dictionary of Greek

  • ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… …   Dictionary of Greek

  • ηβυλλιώ — ἡβυλλιῶ, άω (Α) (κωμικός σχημ. τού ηβώ*) είμαι νέος, είμαι νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + υλλιώ που προφανώς συνδέεται με την υποκορ. κατάλ. υλλιον. Μαρτυρείται στο θηλ. τής μτχ. ηβυλλιώσαι] …   Dictionary of Greek

  • ντους — το άκλ. 1. λουτρό με κρύο νερό, ψυχρολουσία 2. (κατ επέκτ.) μπάνιο με καταιονισμό νερού 3. υδραυλική εγκατάσταση τοποθετημένη μέσα στο λουτρό για τον καθαρισμό τού σώματος με καταιονισμό νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douche < ιταλ. doccia <… …   Dictionary of Greek

  • ξάγναντο — Πεδινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 140), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παρανεστίου. * * * το υψηλός τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να επισκοπεί τα γύρω, να κοιτάζει μακριά, περίοπτο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ξάγρυπνος — η, ο 1. άγρυπνος, άυπνος 2. αυτός που επαγρυπνεί, που καιροφυλακτεί, που έχει τον νου του σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + άγρυπνος ή υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ξαγρυπνώ] …   Dictionary of Greek

  • ξέκρεμος — ή, ο ξεκρέμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκρεμώ] …   Dictionary of Greek

  • ξέμπλεκος — η, ο αυτός που δεν είναι μπλεγμένος, λυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεμπλέκω] …   Dictionary of Greek

  • ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”