-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… … Dictionary of Greek
ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… … Dictionary of Greek
ηβυλλιώ — ἡβυλλιῶ, άω (Α) (κωμικός σχημ. τού ηβώ*) είμαι νέος, είμαι νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + υλλιώ που προφανώς συνδέεται με την υποκορ. κατάλ. υλλιον. Μαρτυρείται στο θηλ. τής μτχ. ηβυλλιώσαι] … Dictionary of Greek
ντους — το άκλ. 1. λουτρό με κρύο νερό, ψυχρολουσία 2. (κατ επέκτ.) μπάνιο με καταιονισμό νερού 3. υδραυλική εγκατάσταση τοποθετημένη μέσα στο λουτρό για τον καθαρισμό τού σώματος με καταιονισμό νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douche < ιταλ. doccia <… … Dictionary of Greek
ξάγναντο — Πεδινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 140), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παρανεστίου. * * * το υψηλός τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να επισκοπεί τα γύρω, να κοιτάζει μακριά, περίοπτο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ξάγρυπνος — η, ο 1. άγρυπνος, άυπνος 2. αυτός που επαγρυπνεί, που καιροφυλακτεί, που έχει τον νου του σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + άγρυπνος ή υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ξαγρυπνώ] … Dictionary of Greek
ξέκρεμος — ή, ο ξεκρέμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκρεμώ] … Dictionary of Greek
ξέμπλεκος — η, ο αυτός που δεν είναι μπλεγμένος, λυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεμπλέκω] … Dictionary of Greek
ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… … Dictionary of Greek